- αφορμιζομαι
- ἀφορμίζομαιἀφ-ορμίζομαιотталкивать от берега
ἀ. ναῦς χθονός Eur. — отчаливать, отплывать
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. ναῦς χθονός Eur. — отчаливать, отплывать
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφορμίζομαι — ἀφορμίζομαι (Α) λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. αφ (< απο ) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»] … Dictionary of Greek
ἀφορμισθείς — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμισάμενοι — ἀφορμίζομαι loose one s aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφορμίζονται — ἀφορμίζομαι loose one s pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμίζεσθε — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres imperat mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres ind mp 2nd pl ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) ἐπᾱφορμίζεσθε , ἐπί ἀφορμίζομαι loose … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαφορμιζόμενος — ἐπί , ἀπό ὁρμίζω bring to a safe anchorage pres part mp masc nom sg ἐπί ἀφορμίζομαι loose one s pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)